- τάμισος
- ἡ, ΜΑπυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῑαν ἐνεῑσα», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ- τού τέμνω* (πρβλ. αόρ. β' ἔταμ-ον) με επίθημα -σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η σημασιολογική σύνδεση τού τ. με το ρ. τέμνω δικαιολογείται από το γεγονός ότι η πυτιά είναι ένζυμο που βοηθά στην πήξη τού γάλακτος, δηλ. στον διαχωρισμό (από όπου η σημ. τού τέμνω) τής τυρώδους ουσίας από τον ορό (πρβλ. και τη φρ. σχίζω γάλα με σημ. «πήζω γάλα» ή τη φρ. το γάλα έκοψε [ή κόπηκε], που δηλώνει ακριβώς την ίδια διεργασία διαχωρισμού σε τυρώδη ουσία και ορό τού γάλακτος που δεν είναι φρέσκο και έχει υποστεί ζύμωση].
Dictionary of Greek. 2013.